- κώρυκος
- I
Βουνό της ομώνυμης, μέχρι τον 15ο αι., χερσονήσου, της σημερινής Γραμβούσας, το οποίο εισχωρούσε μέσα στη θάλασσα, στο βορειοδυτικό άκρο της Κρήτης, κοντά στην αρχαία πόλη Φαλάσαρνα. Ο Πτολεμαίος το ονομάζει «Κώρυκος άκρα» και ο Στέφανος Βυζάντιος «Κωρύκεια άκρα». Ταυτίζεται με το σημερινό ακρωτήριο Μπούζα.IIΟνομασία τριών αρχαίων πόλεων.1. Παράλια πόλη της Λυκίας, η οποία βρισκόταν στα Ν της Φασήλιδας (Στράβων, ΙΔ’ Κώρυκος αιγιαλός). Την ενίσχυσε ο Άτταλος Β’ ο Φιλάδελφος.2. Παράλια πόλη στην Κιλικία της Μικράς Ασίας. Άκμασε κατά την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή. Βρισκόταν στα Β των εκβολών του Καλύκαδνου και είχε δικό της λιμάνι. Έχουν βρεθεί ερείπιά της και μεγάλη νεκρόπολη. Από τις επιγραφές που βρέθηκαν εκεί συμπεραίνεται ότι η πόλη είχε μεγάλη εμπορική κίνηση.3. Πόλη της Αιθιοπίας, στις ακτές της Ερυθράς θάλασσας. Λεγόταν και Κωρυκεία. Δεν είναι εξακριβωμένο πού ακριβώς βρισκόταν.* * *ο (Α κώρυκος, -ύκου)δερμάτινος σάκος γεμάτος με αλεύρι ή με άμμο, τον οποίο χτυπούν οι αθλητές όταν αθλούνται ή συναγωνίζονταιαρχ.1. δερμάτινος σάκος2. δερμάτινη φαρέτρα3. κοχύλι4. συν. στον πληθ. οἱ κώρυκοιοι όρχεις5. ως κύριο όν. Κώρυκοςακρωτήριο τής Ιωνίας και ομώνυμη πόλη, τής οποίας οι κάτοικοι ήταν περιβόητοι πειρατές6. παροιμ. «πρὸς κώρυκον γυμνάζεσθαι» — λεγόταν γι' αυτούς που μοχθούσαν μάταια.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθημερινής γλώσσας, αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., προερχόμενη από κάποιο ιδίωμα τής Κιλικίας. Πιθανόν να συνδέεται με λατ. corium «δέρμα». Η λ. εμφανίζεται στα τοπωνύμια Κώρυκος, πόλη τής Κιλικίας, Κωρύκιον (ενν. ἄντρον), Κωρυκία (ενν. πέτρα)].
Dictionary of Greek. 2013.